- τριετηρικός
- -ή, -όν, Α [τριετηρίς]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριετηρικά — τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc pl τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc/acc dual τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικόν — τριετηρικός belonging to a masc acc sg τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικοῦ — τριετηρικός belonging to a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικήν — τριετηρικός belonging to a fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικῶς — τριετηρικός belonging to a adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικῷ — τριετηρικός belonging to a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικάς — τριετηρικά̱ς , τριετηρικός belonging to a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)